Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζιγνίς — ζιγνίς, ίδος και ζυγνίς, ἡ (Α) είδος σαύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
ζυγνίς — ζυγνίς, ίδος, η (Α) βλ. ζιγνίς … Dictionary of Greek